η τελευταία πράξη

Είχε συνηθίσει να φτιάχνει τους δικούς του κόσμους. Με πρώτη ύλη τη ζωή του. Πάνω της ύφαινε τις περίτεχνες διηγήσεις του, τις οποίες εν συνεχεία δημοσίευε στις λογοτεχνικές επιθεωρήσεις και στις εφημερίδες  της εποχής του. Η διαδικασία τον γοήτευε. Αυτή τη φορά όμως έχασε τον έλεγχο. Το παραμύθι του ήταν τόσο ελκυστικό που καταβρόχθισε μέχρι και τον ίδιο. Ο τεχνίτης έπεσε θύμα της τέχνης του! Ο μύθος που έπλεξε είχε όλα όσα τον συνέπαιρναν. Σύμφωνα με την ιστόρησή του ήταν πάμπλουτος, εφόσον κατείχε μεταλλεία που έκρυβαν στα έγκατα της γης ανυπολόγιστους θησαυρούς. Επιπλέον, ακολουθούσε μια πολλά υποσχόμενη πανεπιστημιακή καριέρα, ενώ μια νεαρή και πανέμορφη κοπέλα τον λάτρευε. Τα θέλγητρα του μύθου του ήταν πολλά και τον εγκλώβισαν μέσα τους. Έκανε λοιπόν, το μοιραίο λάθος. Πίστεψε στην ονειροπόληση και πέρασε δίχως να το καταλάβει στη χώρα του παραλόγου. Κατήργησε το σύνορο που χωρίζει την πραγματικότητα από το ψεύδος και ασυναίσθητα βούτηξε στο ζόφο της παραφροσύνης. Έτσι, ενώ περίμενε τη φανταστική του αγαπημένη κρατώντας μια ανθοδέσμη, ατσαλάκωτοι γιατροί έπεσαν πάνω του, τον έδεσαν και τον έσυραν αλύπητα στην κλινική. Τον οδήγησαν προς θεραπείαν.

Στο ίδιο δωμάτιο του ψυχιατρικού ιδρύματος θα κατέληγε λίγο μετά και ένας άλλος συγγραφέας. Εκείνος  όμως συνειδητοποιούσε την πτώση του. Ήξερε ότι κατάντησε θλιβερή σκιά του εαυτού του και χλεύη του πρώτου τυχόντα. Οι δημιουργικές του ικμάδες τον εγκατέλειπαν. Οι θεές-λέξεις που άλλοτε τον είχαν υπηρετήσει πιστά, τώρα  τον αποστρέφονταν. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εξευμενίσει το Λόγο άρχισε να υποκλίνεται σε οτιδήποτε είχε πάνω του τυπωμένα γράμματα. Υπέβαλε τα σέβη του ακόμη και σε ένα ταπεινό επιτοίχιο αφισάκι. Η προσπάθεια του ήταν άκαρπη. Οι επικλήσεις του δεν εισακούγονταν. Απελπίστηκε. Όποτε έβλεπε ένα σημειωματάριο το έψαυε πια με δέος. Δάκρυα κυλούσαν στα  μάτια του. Έβγαζε το μικρό υπόλειμμα μολυβιού, που κρατούσε πάντοτε μαζί του και υποδυόταν ότι έγραφε πυρετωδώς. Η αναλαμπή διαύγειας που προσδοκούσε δεν ερχόταν. Στο τέλος το πήρε απόφαση. Αρνήθηκε τον προηγούμενο του εαυτό. Σε όποιον τον φώναζε με το όνομά του δεν απευθυνόταν. Τώρα ήταν κάποιος άλλος.

Βιζυηνός και Μητσάκης. Δύο λογοτέχνες του δεκάτου ενάτου αιώνα που αν και διένυσαν  αντίθετους δρόμους τερμάτισαν στο ίδιο σημείο: στον ψυχιατρικό εγκλεισμό. Ο πρώτος πιάστηκε μέσα στο δόκανο της αυταπάτης που ο ίδιος έστησε αριστοτεχνικά, ενώ ο τελευταίος παρακολούθησε βασανιστικά την καταρράκωσή  του. Αμφότεροι πάντως μας έδωσαν σε ανύποπτο χρόνο μέσα από το έργο τους μια χαρακτηριστική εικόνα του εαυτού τους. Ο Βιζυηνός παρουσιάζεται σαν φαντασιοκόπος παππούς που διηγείται συνεχώς στον εγγονό του ως αληθινά ανύπαρκτα ταξίδια («Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»), ενώ ο Μητσάκης είναι ο γραφικός που περιφέρεται στις γειτονιές της Αθήνας («Παράφρων») έχοντας όμως τέτοια επίγνωση της εξαθλίωσής του ώστε να φτάνει στο σημείο να αυτοσαρκάζεται. Ιδιοσυγκρασίες διαφορετικές αλλά τέλος κοινό με αυτόν τον ήχο τον θλιβερό, τον ραγισμένο που ακούγεται περί δυσμάς ηλίου.

This entry was posted in βίοι τεμνόμενοι. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε